Ο τίτλος του βιβλίου με κέντρισε εξαρχής. Ποια είναι αυτή η εξέγερση που συμβαίνει μέσα μας και που ο συγγραφέας ταυτίζει με τον πανικό, ποιος την προκαλεί, ποια «Βαστίλη», ποια «χειμερινά ανάκτορα» απειλεί, τι αιτήματα έχει; Γεγονός είναι ότι, όπως αναφέρει και το οπισθόφυλλο, η διαταραχή πανικού εξαπλώνεται ραγδαία στους πληθυσμούς των ανεπτυγμένων κοινωνιών, στα μεσαία και ανώτερα στρώματα κατεξοχήν, δικαιολογημένα δε χαρακτηρίζεται ως η (ψυχική) επιδημία του αιώνα μας.
Παρακινούμενος από τα παραπάνω αφενός, από το γεγονός ότι υπάρχουν και στο περιβάλλον μου πρόσωπα που δοκιμάστηκαν από τη διαταραχή αυτή αφετέρου, κανονίσαμε μια «συνεδρία» με τον ψυχίατρο, διευθυντή του επιστημονικού-θεραπευτικού κέντρου Τόπος Ψυχοθεραπείας και συγγραφέα Κώστα Γκοτζαμάνη–τρόπος του λέγειν, φυσικά, καθότι είναι αντιδεοντολογικό να με δεχτεί ως θεραπευόμενο, μια και γνωριστήκαμε σε άλλο πλαίσιο– στον χώρο εργασίας του, να τα κάνουμε «λιανά» όλα αυτά.
Ξεκινήσαμε, βεβαίως, να συζητάμε για τον πανικό που «δεν έρχεται ξαφνικά, από το πουθενά», όπως λέει, εμφανίζεται συνήθως εκεί ακριβώς όπου υπάρχουν επιλογές και είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης των πολλών διαφορετικών εαυτών μας: «Το θέμα είναι ολοκληρωτισμός έναντι δημοκρατίας και σε ό,τι αφορά το τι συμβαίνει μέσα μας! Ο πανικός προκαλείται ακριβώς ως αποτέλεσμα της επιβολής μιας απόφασης που αποκλείει όλες τις άλλες εναλλακτικές, προκαλώντας μια εσωτερική εξέγερση, έτσι όπως συμβαίνει αργά ή γρήγορα και στα ολοκληρωτικά καθεστώτα». Υπάρχουν, όπως αναλύει, ειδικοί θεραπευτικοί τρόποι που βοηθούν να δημιουργήσουμε μια άλλη σχέση με τον εαυτό μας, αναπτύσσοντας έναν εσωτερικό διάλογο σε δημοκρατικές βάσεις.
Μιλήσαμε ακόμα για τις ψυχικές παθήσεις εν γένει, για τις ενδεικνυόμενες φαρμακευτικές αγωγές, για το πότε και για πόσο χρειάζονται, όταν χρειάζονται –γιατί το ψυχοθεραπευτικό στοίχημα είναι, λέει, η υπέρβασή τους‒, για τους κινδύνους της κατάχρησης τέτοιων σκευασμάτων, για την επιθυμία και τη στέρηση, για το ζήτημα της ατομικής ευθύνης στις προσωπικές σχέσεις, για το λειτούργημά του τον καιρό της πανδημίας, για τον Ίρβιν Γιάλομ και τη σειρά «Ethos», για την «παγίδα» της ταύτισης θεραπευτή-θεραπευόμενου και τις προτεινόμενες δικλείδες ασφαλείας, για την αγάπη που, αν δεν ξεκινήσει από τον ίδιο τον εαυτό μας, δεν μπορεί να πάει πουθενά.
Επεκταθήκαμε σε θέματα εκπαίδευσης ‒συνέγραψε προ ετών έναν «οδηγό επιβίωσης για οικογένειες και άτομα» με τίτλο «Μεγαλώνοντας (με) το παιδί μου»‒, στη μακρά εμπειρία του με ουσίες και χρήστες στη θεραπευτική κοινότητα «Παρέμβαση», στον «αφορισμό» του από τους παπάδες επειδή συμμετείχε στην έκδοση ενός βιβλίου σχολικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο του μαθήματος της Σεξουαλικής Αγωγής, που ποτέ δεν ευδοκίμησε στα σχολεία μας. Όσο για την αγωνία του, που δεν είναι αν το βιβλίο του θα αρέσει αλλά αν θα είναι αρκετά κατατοπιστικό και ευκολοδιάβαστο, τον διαβεβαίωσα πώς από μένα είναι «ναι σε όλα» ‒ και ήμουν απόλυτα ειλικρινής.
Ο πανικός προκαλείται ακριβώς ως αποτέλεσμα της επιβολής μιας απόφασης που αποκλείει όλες τις άλλες εναλλακτικές, προκαλώντας μια εσωτερική εξέγερση, έτσι όπως συμβαίνει αργά ή γρήγορα και στα ολοκληρωτικά καθεστώτα».
— Γιατί χαρακτηρίζετε τον πανικό «εξέγερση»;
Διότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Για την ψυχιατρική γενικά ο πανικός είναι ένα ατύχημα που ο ασθενής αντιλαμβάνεται ως ατυχία, «γιατί εγώ και όχι κάποιος άλλος». Εγώ λέω ότι όχι, ο πανικός δεν έρχεται ξαφνικά, από το πουθενά, κάτι συμβαίνει μέσα μου που τον προκαλεί. Ανατρέχοντας κανείς στη διεθνή βιβλιογραφία, διαβάζει ότι ο πανικός εκδηλώνεται σε περιόδους έντονου στρες, αλλά ούτε αυτό εξηγεί κάτι ‒ με το άγχος είναι πιθανόν να βγάλεις από σπυριά μέχρι λεύκη.
— Δηλαδή δεν αφορά μόνο ανθρώπους που, λόγω ιδιοσυγκρασίας, καταστάσεων και συνθηκών ζωής, είναι, θα λέγαμε, πιο επιρρεπείς σε αυτόν.
Απεναντίας, εμφανίζεται κατεξοχήν σε ανθρώπους φαινομενικά επιτυχημένους, τακτοποιημένους κ.λπ. Αυτό γιατί ο πανικός, που διαφέρει από το απλό στρες, συνήθως εμφανίζεται εκεί ακριβώς όπου υπάρχουν επιλογές και όχι όταν αυτές απουσιάζουν, όπως ίσως θα ανέμενε κάποιος. Όταν π.χ. πρέπει να εργαστώ για να έχω κάτι να φάω σήμερα, άνετα θα κάνω οποιαδήποτε δουλειά βρεθεί. Όταν όμως διαθέτω περισσότερες επιλογές από την απλή επιβίωση, που είναι άλλωστε και το ευκταίο, δημιουργείται έδαφος για την εκδήλωση πανικού, γιατί τίθεται το θέμα της απόφασης, δηλαδή ποιον δρόμο να διαλέξω και γιατί. Ξεσπά τότε σε κάποιους ανθρώπους μια εσωτερική σύγκρουση, συχνά ασυνείδητη, ανάμεσα στα διαφορετικά κομμάτια του εαυτού που πρόσκεινται σε μία από τις δύο ή και περισσότερες κατευθύνσεις.
Αναφέρω και στο βιβλίο ένα τέτοιο παράδειγμα, έναν τύπο με ήδη τακτοποιημένη καριέρα που ετοιμάζεται για επαγγελματικό άνοιγμα στην Άπω Ανατολή και παθαίνει κρίση πανικού μέσα στο αεροπλάνο που θα τον πήγαινε εκεί, μη αντέχοντας να διαχειριστεί το ρίσκο που ενείχε η απόφασή του.
— Είναι πάντα θέμα επιλογών; Ένας γνωστός μου βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση όντας σε μια καλή φάση της ζωής του και μη έχοντας να αντιμετωπίσει κάποιο μεγάλο δίλημμα.
Ενδεχομένως, όμως, να υπήρχε ένας ασυνείδητος εσωτερικός διχασμός. Συχνά, ξέρεις, χρειάζεται ένας διάλογος με τον εαυτό μας που να ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη διαδικασία, ώστε να αποκαλυφθεί μια υποβόσκουσα αντιπαράθεση. Μπορεί να υπάρχει ένα αποκλεισμένο κομμάτι του εαυτού μας που να θεωρεί ότι όλη αυτή η πρόοδος που έχουμε επιτύχει αντιτίθεται σε ό,τι πραγματικά θέλουμε, στην αντίληψή μας περί ανεξαρτησίας και αυτοπραγμάτωσης λ.χ., και εκείνο είναι που εξεγείρεται. Ανατρέχοντας στο προηγούμενο παράδειγμα, αν ο επιχειρηματίας που θα πήγαινε Άπω Ανατολή είχε εκδηλώσει από το πολύ άγχος ψωρίαση, ας πούμε, αυτό δεν θα τον απέτρεπε από το ταξίδι. Μόνο μια κρίση πανικού θα το κατάφερνε.
— Κρίσεις πανικού εμφανίζει πλέον, όπως διαβάζω, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού στον ανεπτυγμένο κυρίως κόσμο. Αφορά μάλιστα κυρίως τα μεγαλύτερα εισοδήματα, που θα περίμενε κανείς να ανησυχούν λιγότερο για το μέλλον και όχι τους βιοπαλαιστές ή τους ανέργους.
Ναι, γιατί, όπως είπαμε, τους τελευταίους απασχολεί μόνο η καθημερινή επιβίωση, δεν έχουν άλλα διλήμματα να τους προβληματίσουν. Είναι, τρόπον τινά, τυχεροί στην ατυχία τους, παρότι είναι φυσικά προτιμότερο να έχει κανείς «ψυχολογικά» παρά να αγωνιά ακόμα και για τα στοιχειώδη!
Τα φάρμακα συνίσταται για τις οξείες περιπτώσεις, όταν δεν γίνεται διαφορετικά. Η συνήθης πορεία κάποιου που παθαίνει πρώτη φορά κρίση πανικού είναι μετάβαση στο νοσοκομείο, εξέταση από καρδιολόγο και αν αυτός δεν βρει κάτι, ακολουθεί ο ψυχίατρος, κάτι που πολλοί βιώνουν ματαιωτικά, γιατί αναστατώνονται: «ψυχίατρος, μα γιατί, μια χαρά είμαι» και τέτοια. Οι περισσότεροι εξ αυτών θα χρειαστούν αρχικά κάποιο ηρεμιστικό.
Αν η θεραπεία που θα ακολουθηθεί είναι αποτελεσματική, η αγωγή σταδιακά θα καταστεί περιττή κι αυτό είναι το στοίχημα, να καταφέρεις να ορθοποδήσεις χωρίς υποβοηθήματα. Φυσικά, η κρίση μπορεί να παρέλθει και μόνη της, μετά από λίγη ώρα, δίχως φάρμακα ή χορηγώντας ένα εικονικό placebo, όπως αποδεικνύουν έρευνες ‒δηλαδή νεράκι σκέτο‒, μπορεί όμως και να επανέλθει.
— Όπως γράφετε, πάντως, κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον πανικό «ξεχνώντας» τον, απωθώντας τον.
Σίγουρα. Κατευναστικές παραινέσεις τύπου «μην το σκέφτεσαι», «άσ’ το, θα περάσει», όχι απλώς δεν λειτουργούν αλλά τον εντείνουν. Έπειτα, πόσο να παραβλέψεις ένα καζάνι που βράζει μέσα σου; Αν όμως επιχειρήσω να ανοίξω έναν διάλογο με αυτό το καταπιεσμένο κομμάτι του εαυτού μου, αυξάνω πολύ τις πιθανότητες να αποφύγω την «έκρηξη», εισερχόμενος σε μια θεραπευτική διαδικασία.
— Ο αθλητισμός και άλλες συναφείς δραστηριότητες δεν βοηθούν;
Αν μιλάμε για απλό στρες, σίγουρα ‒ ακόμα κι ένας περίπατος βοηθά. Όμως ο πανικός είναι κάτι διαφορετικό. Επιπλέον, αρκετοί φανατικοί της γυμναστικής και των σπορ έχουν λίγο υποχονδριακή σχέση με το σώμα τους, οπότε είναι πιο ευαίσθητοι στο να αντιληφθούν τυχόν συμπτώματα τους, μηνύματα του σώματος, όπως οι «περίεργοι» πόνοι που υπό φυσιολογικές συνθήκες κανείς αγνοεί. Στο βιβλίο, μάλιστα, αναφέρω μια πραγματική ιστορία ανθρώπου που ασχολούνταν εμμονικά με τον αθλητισμό, αμελώντας τη σχέση με το παιδί του. Η κρίση πανικού που έπαθε κάποια στιγμή τον οδήγησε στο να αναθεωρήσει τις προτεραιότητές του. Στον πανικό είμαστε, ξέρετε, όλοι εκτεθειμένοι, ανεξάρτητα από τη φυσική μας κατάσταση, τη μόρφωση, το φύλο ή την ηλικία.
— Μήπως είναι ένας από τους λόγους που υπάρχει σήμερα μια κατάχρηση, και υπερσυνταγογράφηση, αγχολυτικών, ηρεμιστικών και άλλων τέτοιων σκευασμάτων;
Ναι, ισχύει, ειδικά ηρεμιστικών όπως Xanax, Lexotanil και Tavor. Τα οποία, μάλιστα, μακροπρόθεσμα δημιουργούν εθισμό, γι’ αυτό και απαιτούν ειδική συνταγή. Παλιότερα γινόταν ευρεία χρήση και αντικαταθλιπτικών, με τη λογική ότι αν σταθεροποιήσω τη διάθεσή μου, θα αποφύγω τις κρίσεις. Άλλοι, πάλι, τα συνδυάζουν. Όπως όλα τα φάρμακα, όμως, έτσι κι αυτά έχουν συγκεκριμένες ενδείξεις και χρησιμότητα και η αλόγιστη χρήση τους δεν συνιστάται.
— Έχει προταθεί και η ελεγχόμενη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς.
Ναι, υπάρχει από παλιά ένα επιστημονικό ενδιαφέρον π.χ. για τις παραδοσιακές θεραπείες με αγιαχουάσκα που εφαρμόζουν στη Λατινική Αμερική. Ακόμα και ουσίες όπως το LSD και το MDMA είχαν προταθεί για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης και άλλων ψυχικών ασθενειών. Χρειάζεται, όμως, προσοχή γιατί όλα αυτά δεν είναι «παιχνίδι».
Υπήρξα, ξέρετε, επί πολλά χρόνια σύμβουλος εθελοντής ψυχίατρος της εναλλακτικής θεραπευτικής κοινότητας «Παρέμβαση» του ΚΕΘΕΑ και είδαν πολλά τα μάτια μου, αναθεώρησα μάλιστα κάποιες πολύ πιο φιλελεύθερες αρχικές μου απόψεις. Εξακολουθώ, βέβαια, να πιστεύω στην ανάγκη αποποινικοποίησης και στην ελεύθερη χρήση όλων των ουσιών, ώστε να «σπάσει» και το παράνομο εμπόριο. Είμαι, άλλωστε, και ο ίδιος χρήστης μιας εξαρτησιογόνου, πλην νόμιμης ουσίας, της νικοτίνης! Έχω πειστεί, όμως, ότι όλες λίγο-πολύ δημιουργούν θέματα. Ακόμα και η σχετικά αθώα κάνναβη, καθώς οι ποικιλίες που καλλιεργούνται από τη δεκαετία του ’90 και μετά ειδικά έχουν υψηλότερη περιεκτικότητα THC, πιθανόν δε να «εμπλουτίζονται» και με άλλους παράγοντες. Το αποτέλεσμα είναι σε πολλούς χρήστες να προκαλούνται ψυχώσεις και άλλα ανάλογα σύνδρομα που σπάνιζαν στο παρελθόν, όπως επίσης μια αναπηρία ψυχικής φύσεως.
Ο πανικός εκδηλώνεται ως εξέγερση όταν μέσα μας συγκρούεται η δημοκρατία με τον ολοκληρωτισμό
— Δηλαδή;
Πάρτε το απλό παράδειγμα ενός συστηματικού χρήστη κάνναβης που θα βρεθεί να ατενίζει ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα. Αν δεν έχει μαζί του ένα joint, θα πει «τι κρίμα», διότι η εμπειρία θα του φαίνεται λειψή. Έτσι, όμως, η ουσία καταλήγει σκοπός και όχι μέσο, κάτι που συνιστά ψυχική αναπηρία. Συν, βέβαια, η μακροπρόθεσμη επίδρασή της στην καθημερινότητα και την όλη συμπεριφορά του χρήστη, αναλόγως εννοείται και την περίπτωση. Ενώ, λοιπόν, ξεκινά να λαμβάνει την ουσία για να χαλαρώνει, καταλήγει να γίνεται πιο ανήσυχος, πιο ευέξαπτος. Υπάρχουν, μάλιστα, περιπτώσεις χρηστών που βίωσαν κρίσεις πανικού επειδή ακριβώς κάποιος άλλος εαυτός τους αντιδρούσε σε αυτήν τη συνήθεια, κάτι που τους έπεισε τελικά να την κόψουν.
— «Δεν υπάρχει επιθυμία χωρίς στέρηση» γράφετε σε ένα άλλο σημείο και πολύ ορθά. Πώς, όμως, συνδέεται αυτό με την ψυχολογία;
Αυτός είναι ένας γενικός κανόνας που νομίζω ότι όλοι έχουμε υπόψη. Παρατηρούμε σήμερα ακόμα και νέα παιδιά 20-25 ετών να αδυνατούν να διατυπώσουν και να υποστηρίξουν επιθυμίες. Ειδικά όσον αφορά τις πιο εύπορες τάξεις και ανάλογα με την αντίληψη και τη συμπεριφορά κάθε γονιού. Αν «μπουκώνουμε» με αγαθά το παιδί προτού καν προλάβει να στερηθεί κάτι και να το αναζητήσει, επόμενο είναι αφενός να μην αντέχει την παραμικρή στέρηση, αφετέρου να μην καλλιεργεί επιθυμίες που βασίζονται σε αυτό το συναίσθημα.
Μάλιστα, τα παιδιά των εύπορων έχουν τελικά λιγότερες ευκαιρίες, αν το δει κανείς στατιστικά, διότι είναι περιορισμένες και οι επιλογές που τους δίνονται – θα σπουδάσεις στο τάδε κολέγιο, θα ακολουθήσεις τη δείνα καριέρα κ.λπ. Δεν μπορούν να νιώσουν τι σημαίνει να έχουν καταφέρει κάτι από μόνα τους και να χαρούν πραγματικά με αυτό, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αυτοπεποίθησή τους, αντίθετα με κάποιον άλλο που στηρίζεται αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις. Το τι σημαίνει επιτυχία και προσωπικό επίτευγμα, άλλωστε, είναι έννοιες σχετικές. Για κάποιον μπορεί να είναι απλώς το «βόλεμα» στο Δημόσιο ή στην οικογενειακή επιχείρηση.
— Δίνετε, επίσης, μεγάλο βάρος στην έννοια της ατομικής ευθύνης όσον αφορά τις προσωπικές σχέσεις.
Ναι, διότι έχει καθοριστική σημασία. Πολλοί άνθρωποι π.χ. παραπονιούνται ότι «δεν έζησα καλά μαζί του/της γιατί δεν με καταλάβαινε». Δηλαδή περίμεναν από το άλλο πρόσωπο να κάνει κάτι προκειμένου να αισθανθούν οι ίδιοι/-ες καλά. Αυτή όμως είναι, κατ’ εμέ, η χειρότερη δυνατή θέση για κάποιον, δηλαδή να νιώθει ότι βρίσκεται σε κάτι σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου αναμένει από τον διοικητή να μην είναι τόσο κακός, μήπως και σωθεί, διότι ο ίδιος δεν έχει, όπως πιστεύει, καμία τέτοια δυνατότητα από μόνος του. Ή σαν να μπαίνει σε ένα άσυλο όπου περιμένει να τον ταΐσουν, να τον ποτίσουν, να τον ζεστάνουν κ.λπ.
Δεν είναι όμως έτσι, έχουμε το 100% της ευθύνης για τις δικές μας επιλογές και πράξεις, όπως αντίστοιχα οι άλλοι για τις δικές τους. Την προσωπική μου ευθύνη όχι απλώς δεν την αποποιούμαι αλλά υπερασπίζομαι με κάθε τρόπο το δικαίωμα σε αυτήν, το δικαίωμα να παραμένω «πρωθυπουργός του εαυτού μου», όπως γράφω.
— Αλήθεια, αυξήθηκε η πελατεία σας τώρα με τον κορωνοϊό;
Αυτή την ερώτηση μου την έχουν κάνει ήδη από το 2010. Καταρχάς, μπορεί η κρίση αυτή, όπως και η προηγούμενη, να αύξησε τις ψυχικές εντάσεις, στην πράξη όμως έπληξε και το δικό μας επάγγελμα. Όταν ο άλλος βρεθεί σε μεγάλη ανάγκη, δεν θα βάλει πρώτη προτεραιότητα τον ψυχοθεραπευτή. Έπειτα, μακροχρόνιους πελάτες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες δεν μπορείς να τους διώξεις, κάνετε έναν συμβιβασμό. Η πανδημία δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, καταρχάς με τις ομάδες μας. Τα προγράμματα ομαδικής ψυχοθεραπείας τα σταμάτησα ήδη από τον Μάρτιο. Και δεν είναι κάτι που γίνεται διαδικτυακά, για μένα τουλάχιστον. Οι ατομικές ψυχοθεραπείες διαφέρουν, σε κάποιες περιπτώσεις ναι, είναι εφικτό να συνεχιστούν μέσω ιντερνετικών εφαρμογών.
— Τι ψυχολογικά ζητήματα διαπιστώσατε ότι προέκυψαν κυρίως με την πανδημία;
Πολλά. Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι μερικές φορές τα προβλήματα παρουσιάζονται εκεί που δεν τα περιμένεις. Οι περισσότεροι λ.χ. φαντάζονται ότι όσοι ζουν μόνοι τους δυσκολεύονται περισσότερο στην καραντίνα, κάτι που όμως δεν ισχύει τόσο, εφόσον βέβαια τα έχουν καλά με τον εαυτό τους. Αυξάνονται κιόλας οι ευκαιρίες να «συνομιλήσουν» μαζί του.
Αντίθετα, οι άνθρωποι που συζούν με περισσότερα πρόσωπα στο ίδιο σπίτι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες, ειδικά αν υπάρχουν παιδιά που πάνε σχολείο, οπότε γίνεται μαύρος χαμός, πόσο μάλλον όταν όλοι πρέπει να εργαστούν διαδικτυακά. Για να μην αναφερθούμε σε προβληματικά ζευγάρια ή οικογένειες, σε κακοποιητικές σχέσεις κ.λπ. Έπειτα, οι ετοιμασίες, τα ψώνια, τα μαγειρέματα, οι επισκέψεις και οι λοιπές κοινωνικές υποχρεώσεις που συνδέονται με τις γιορτές ειδικά προκαλούν μεγάλη κούραση και άγχος σε ουκ ολίγους ανθρώπους, γυναίκες κυρίως, οι οποίοι νιώθουν μάλλον ανακουφισμένοι που φέτος ξεκουράστηκαν κάπως, έστω υποχρεωτικά!
— Στα τριάντα και πλέον χρόνια σας στην ψυχοθεραπεία, θα λέγατε ότι υπάρχει μια διαφοροποίηση στα ψυχικά προβλήματα που κυρίως απασχολούσαν όσους σας επισκέπτονταν στο ξεκίνημά σας σε σχέση με τώρα;
Σαφώς. Καταρχάς, μεταβλήθηκε η στάση του μέσου ανθρώπου απέναντι στην ψυχοθεραπεία. Κάποτε φάνταζε ως στίγμα, πλέον τη βλέπει πολύ θετικότερα, θεωρείται μέχρι και προσόν για βιογραφικό. Έπειτα, ναι, παρατηρούνται διαφορές. Το 1988 συνάντησα έναν Άγγλο συνάδελφο ειδικό στην ψυχογενή ανορεξία, ο οποίος μου είπε ότι είχε ανοίξει κλινική για ανορεκτικούς. Αποκλείεται, σκεφτόμουν, πού βρέθηκαν τόσοι; Η πάθηση αυτή ήταν τότε σπανιότατη στην Ελλάδα. Σήμερα είναι μάλλον συνηθισμένη, όπως και το αντίθετό της, η βουλιμία.
Ο πανικός επίσης σπάνιζε παλιότερα, πλέον όμως εξελίσσεται στην ψυχική επιδημία του 21ου αιώνα. Το ίδιο και οι αγχώδεις διαταραχές. Η υστερία, πάλι, με την έννοια που της έδιναν κάποτε, έχει υποχωρήσει πολύ. Είναι, βέβαια, αναμενόμενα όλα αυτά γιατί, όταν μεταβάλλονται οι κοινωνικές συνθήκες, αλλάζουν το βίωμα και η έκφραση κάποιων ψυχικών βιωμάτων.
— Το 2000 συμμετείχατε, μετά από διαγωνισμό, στη συγγραφή των βιβλίων Σεξουαλικής Αγωγής του λυκείου, ενός μαθήματος που δυστυχώς ποτέ δεν ευδοκίμησε, με κύριο υπαίτιο την Εκκλησία.
Βασικά, επρόκειτο για ένα βιβλίο με σχολικές δραστηριότητες σχετικές με το εν λόγω μάθημα, το οποίο όντως, παρότι εκδόθηκε, αποσύρθηκε, έγινε δε αιτία να «αφοριστώ» από την Εκκλησία, από τον Ιερό Σύνδεσμο Κληρικών Ελλάδος (ΙΣΚΕ) συγκεκριμένα. Μάλιστα, κάπου έχω κρατήσει φωτοτυπία το εξώφυλλο της εφημερίδας τους, που κεντρικό τίτλο είχε «Αφορίζεται ο…» κ.λπ.!
Αυτό αφενός διότι έλεγα στον πρόλογο ότι το λάθος μάς ωριμάζει και ότι είναι στο πρόγραμμα να κάνουμε και λάθη, ακόμα και στο σεξ, γιατί έτσι εξελίσσεται η ζωή – η ίδια η ύπαρξή μας είναι άλλωστε ένα «λάθος», μια μετάλλαξη στην αντιγραφή του DNA κάποιου αρχαιότερου οργανισμού, σε συνδυασμό με τη φυσική επιλογή. Αφετέρου επειδή στον επίλογο, αναφερόμενος στο ρητό «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», έγραφα ότι εύκολα αγαπάς αυτούς που είναι πολύ μακριά –τους Βραζιλιάνους για τους χορούς τους, τους Κουβανούς για τη μουσική τους, τους Κινέζους για την κουλτούρα τους π.χ.–, αλλά πιο δύσκολα τους πιο κοντινούς σου Τούρκους, Αλβανούς, Βορειομακεδόνες και λοιπούς Βαλκάνιους, ακόμα δυσκολότερα δε τον πλέον κοντινό, που είναι ο ίδιος σου ο εαυτός.
Όμως, μόνο αν αγαπήσεις πραγματικά εαυτόν θα μπορέσεις να αγαπήσεις και παραπέρα, συμπλήρωνα, κάτι που έκανε τους παπάδες επίσης έξαλλους – το χαρακτήρισαν αίρεση! Σε κάποιους, πάλι, δεν άρεσε το γεγονός ότι ένας ελεύθερος επαγγελματίας είχε κερδίσει το εν λόγω ευρωπαϊκό πρόγραμμα, διαγωνιζόμενος απέναντι σε δημόσιους φορείς όπως η Ιατρική Σχολή και το Τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ.
— Στη δημοφιλή σειρά του Netflix «Ethos» μια ψυχίατρος καταφεύγει σε συνάδελφό της όταν νιώθει να ταυτίζεται με μια θεραπευόμενη. Βρεθήκατε ποτέ σε αυτήν τη θέση;
Αν και δεν έχω δει ακόμα τη σειρά, βεβαίως η ταύτιση είναι υπαρκτός κίνδυνος, γι’ αυτό και οι περισσότεροι ψυχοθεραπευτές διατηρούμε ένα πλέγμα εποπτειών. Απευθύνομαι κι εγώ σε έναν επόπτη της επιλογής μου, όπως άλλοι συνάδελφοι σ’ εμένα, και δουλεύουμε μαζί τα περιστατικά μας. Το ζήτημα εδώ δεν είναι ποιος είναι καλύτερος επαγγελματίας αλλά ότι καθένας μας χρειάζεται κι ένα άλλο «μάτι», πιο αποστασιοποιημένο, ώστε να βοηθηθεί να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει στον ίδιο. Θεραπείες και εποπτείες που, βεβαίως, κοστίζουν – ένα όχι ευκαταφρόνητο μέρος των εσόδων μας πηγαίνει εκεί. Έχει όμως σημασία να διαπιστώσω γιατί, ας πούμε, βαριέμαι με κάποιον θεραπευόμενο ή γιατί, αντίθετα, με εξιτάρει η αφήγηση ενός άλλου, τι σημαίνει αυτό για μένα και τη σχέση μου μαζί τους.
— Πολύς κόσμος άρχισε να ενδιαφέρεται για την ψυχοθεραπεία μέσα από εκλαϊκευμένα βιβλία που έγιναν μπεστ-σέλερ, όπως αυτά του Ίρβιν Γιάλομ.
Ο Γιάλομ έκανε κάτι πολύ καλό που απενοχοποίησε περισσότερο την ψυχοθεραπεία και ενέπνευσε κι εμάς τους θεραπευτές: απευθύνθηκε στο κοινό με έναν πολύ απλό, εύληπτο και κατανοητό τρόπο, ένα εγχείρημα αρκετά δύσκολο, γιατί αλλιώς είναι να χρησιμοποιείς την επαγγελματική σου γλώσσα. Κάτι που, βεβαίως, έκαναν και οι μεγάλοι κλασικοί, όπως ο Φρόιντ, όταν η επιστήμη της ψυχολογίας ήταν νέα και έπρεπε να την επικοινωνήσουν ευρύτερα. Όμως, οι επίγονοί τους, που θεωρούσαν ότι απευθύνονται πλέον στους ειδικούς, άρχισαν να γράφουν ολοένα πιο δυσνόητα. Αυτή είναι και η δική μου αγωνία, όπως και το πρώτο που ρωτάω τους αναγνώστες μου: όχι αν τους άρεσε το βιβλίο αλλά αν το διάβασαν εύκολα!