Εφη-βία: ο διάλογος άνοιξε.

τοποσπατακησ

Δεν ανεχόμαστε τη βία

Μας εμπνέουν οι έφηβοι που δημιουργούν, οι νέοι και οι νέες που σκέφτονται, που γράφουν, που ονειρεύονται, που βοηθάνε τους άλλους, που προστατεύουν τις φίλες και τους φίλους τους, που συναισθάνονται, που αγωνίζονται, που πέφτουν και ξανασηκώνονται, που προσπαθούν να αλλάξουν τον εαυτό τους προς το καλύτερο και που τελικά καταφέρνουν να αλλάξουν τον κόσμο ολόκληρο.

Είμαστε απέναντι σε κάθε έκφραση επιθετικότητας και μίσους.

Όλοι μαζί να σπάσουμε τον κύκλο της βίας. Να σταματήσουμε τη «λούπα» της οργής και της εκδίκησης μεταξύ των εφήβων.

Τι πιστεύετε πως χρειάζεται να γίνει για να σταματήσουν όλα αυτά άμεσα; Πώς βιώνετε στο σχολείο και στο σπίτι με τους εφήβους αυτή την πρωτοφανή κατάσταση;

 

Μια πρωτοβουλία των εκδόσεων Πατάκη, στην οποία συμμετέχουν ενεργά οι συνεργάτες του Τόπου Ψυχοθεραπείας.

 

Η πρώτη παρέμβαση ανοίκει στην Αθανασία Κόλλια, Ψυχίατρο- Ψυχοθεραπεύτρια και συνεργάτη του Τόπου ψυχοθεραπείας:

 

Η βία στην εφηβεία και η ύπαρξη συμμοριών δεν είναι κάτι καινούριο. Οι έφηβοι κρύβουν πολλή σκληρότητα και λόγω της ηλικίας τους και λόγω των ορμονών. Πρώτα πράττουν και μετά σκέφτονται. Επίσης, οι έφηβοι που ψάχνονται αναζητούν την αγάπη, την αναγνώριση, το ποιος είμαι και πώς είμαι μέσα στον κόσμο. Το στοιχείο της βεβαιότητας του ποιος είμαι οι έφηβοι  το βρίσκουν με την επίδειξη δύναμης και τη βία.
Πώς μπορούμε να το αλλάξουμε αυτό;
Ως θεραπεύτρια οικογένειας, θα επιμείνω στον κύριο ρόλο που παίζει η οικογένεια.
Οι γονείς είναι διαρκώς απασχολημένοι και έχουν ελάχιστη ενεργητική επικοινωνία με τα παιδιά τους. Τα παιδιά έχουν ανάγκη από την ενεργητική παρουσία των γονέων, από αγάπη, αποδοχή ακόμα και στα δύσκολα και άφοβη καθοδήγηση. Οι γονείς οφείλουν να εκμεταλλευτούν εποικοδομητικά τα πρώτα χρόνια της ζωής των παιδιών που είναι καθοριστικά για την ανάπτυξη της ταυτότητάς τους, με την ενεργή παρουσία τους και το παράδειγμά τους.

Αθανασία Κόλλια, Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπεύτρια
Τόπος Ψυχοθεραπείας

 

 

Η δεύτερη παρέμβαση ανοίκει στη Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγο-Ψυχοθεραπεύτρια, συνεργάτη του Τόπου Ψυχοθεραπείας:

 

Το φαινόμενο του bullying, δηλαδή η στοχευμένη και επαναλαμβανόμενα βίαιη συμπεριφορά (λεκτική ή σωματική) που υφίσταται ένα παιδί από συμμαθητές ή συνομήλικους, ενσαρκώνει τη νέα αγωνία των γονιών τα τελευταία χρόνια. Οι μορφές που μπορεί να πάρει είναι ποικίλες και αφορούν τη σωματική βία –όπως χτυπήματα, σπρωξίματα ή κλοτσιές– και τη λεκτική βία – είτε με τη μορφή υποτιμητικών προσφωνήσεων ή πειραγμάτων που προσβάλλουν είτε με τη διάδοση φημολογίας που θίγει την υπόληψη του ατόμου και συχνά συνεπάγεται τον κοινωνικό του αποκλεισμό. Μια πιο πρόσφατη μορφή σχολικού εκφοβισμού αφορά το διαδικτυακό bullying, όπου η διαπόμπευση του ατόμου πραγματοποιείται μέσω e-mail, μηνυμάτων στα κοινωνικά δίκτυα ή μέσω SMS.
Η παρενόχληση, οι επίμονες προσβολές, ο στιγματισμός και η επακόλουθη περιθωριοποίηση απαξιώνουν τα παιδιά ως μέρος του συνόλου, επηρεάζουν σημαντικά την αυτοεικόνα τους και, κατ’ επέκταση, την ακαδημαϊκή επίδοση και τις κοινωνικές τους δεξιότητες.
Πώς μπορεί ο γονιός να προστατεύσει το παιδί από την έκθεση σε αυτό το είδος βίας; Αλλά και ποιοι είναι οι παράγοντες που ωθούν αντίστοιχα ένα παιδί στο να ασκήσει οργανωμένη βία σε κάποιο συμμαθητή ή συνομήλικο; Είναι σαφές ότι το πλαίσιο του σχολείου χρειάζεται να αναλαμβάνει δράση για τον εντοπισμό και την αποτροπή συστηματικών συμπεριφορών στοχοποίησης σε βάρος συγκεκριμένων μαθητών. Πέρα αλλά και προγενέστερα από αυτό, βασική ασπίδα προστασίας αποτελεί η θέση του παιδιού στο πλαίσιο της οικογένειας και η σχέση που αναπτύσσει με τους κοντινούς του. Το παιδί χρειάζεται να εισπράττει την υποστήριξη και αποδοχή του κηδεμόνα, ο οποίος κατανοεί τα συναισθήματα και τις δυσκολίες του, συζητά ανοιχτά μαζί του, χωρίς υπερβολικές υποδείξεις και επικριτικότητα, σέβεται τη γνώμη και τις επιθυμίες του, είναι υποστηρικτικός στα λάθη και στις αποτυχίες του, πιστεύει στις δυνάμεις του και στη δυνατότητά του να ανατρέψει ένα κακό αποτέλεσμα ή να επανορθώσει έναν λάθος χειρισμό.
Όλα τα παραπάνω βοηθούν το παιδί να χτίσει μια θετική και σταθερή εικόνα για τον εαυτό του, η οποία το προφυλάσσει όχι μόνο από το να υποστεί αλλά και από το να εκφράσει προς κάποιο συνομήλικο αντίστοιχη συμπεριφορά. Κι αυτό γιατί τόσο ο «θύτης» όσο και το «θύμα» συμπεριφορών εκφοβισμού είναι άτομα που διατηρούν μια υποτιμημένη εικόνα για τον εαυτό τους και μια αντίστοιχα ανεπαρκή σχέση με τους κοντινούς τους. Στην περίπτωση του «θύματος», η κακή συμπεριφορά που υφίσταται έρχεται να επιβεβαιώσει προϋπάρχουσες αμφιβολίες για τον εαυτό του αναφορικά με την αξία του, την εικόνα του αλλά και τη δυνατότητα να αντιδράσει σε κάτι αρνητικό. Παράλληλα, η έλλειψη υποστηρικτικού περιβάλλοντος στο οποίο θα μπορούσε να στραφεί για να μοιραστεί τις δυσκολίες του ενισχύει την αμφιβολία σε σχέση με την πιθανότητα να εισακουσθεί και να δικαιωθεί, με αποτέλεσμα να αποδέχεται παθητικά αυτό που του συμβαίνει. Στην περίπτωση του «θύτη», τα όποια αρνητικά συναισθήματα προς τον εαυτό αποβάλλονται μέσα από την έκφραση επιθετικότητας προς ένα άλλο άτομο. Κάποιος άλλος χρειάζεται να «κουβαλήσει» την κακή εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του, να λειτουργήσει ο άλλος ως κατώτερος, ασήμαντος ή τιποτένιος, για να μπορέσει το άτομο να νιώσει «υπεροχή». Πρόκειται για μια αίσθηση ανωτερότητας που δε βασίζεται σε μια καλή, σταθερή εικόνα για τον εαυτό, μέσα από τη θετική εκτίμηση των δυνατοτήτων του αλλά σε μια διαστρεβλωμένη επιβεβαίωση ισχύος που προϋποθέτει την ταπείνωση του άλλου. Επομένως, τόσο εκείνος που προκαλεί όσο και εκείνος που υφίσταται τη βίαιη συμπεριφορά έχουν χάσει την ευκαιρία να πιστέψουν στις δυνατότητές τους, ώστε να διεκδικήσουν κάτι παραπάνω από τον ρόλο του κακού ή του κακοποιημένου. Είναι και οι δύο εξίσου «θύματα», που χρειάζονται τη βοήθεια του κοντινού και ευρύτερου περιβάλλοντος, ώστε να διαμορφώσουν μια καλύτερη προοπτική για τον εαυτό τους. Το οικογενειακό περιβάλλον, ως το πιο άμεσα κοντινό πλαίσιο, μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στο να διαμορφώσει μια υγιέστερη εικόνα για τον εαυτό του, με έμφαση στις ικανότητες αλλά και με αποδοχή όποιων λαθών ή παραλείψεων. Η παραδοχή αυτή θα του επιτρέψει να αναγνωρίσει πιο ολοκληρωμένα ποιος είναι, χωρίς να εγκλωβιστεί στην εικόνα του «άτρωτου», που θα το αποτρέψει από το να μοιραστεί τις δυσκολίες του, εξαναγκάζοντάς το να γίνεται συστηματικά αποδέκτης αρνητικών συμπεριφορών ή να τις ξεφορτώνεται προς τους άλλους.

Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
Τόπος Ψυχοθεραπείας

 

Η τρίτη παρέμβαση ανοίκει στον Φίλιππο Μωυσίδη, κλινικό ψυχολόγο, συνεργάτη του Τόπου Ψυχοθεραπείας:

 

Το τελευταίο διάστημα έρχονται το ένα μετά το άλλο στην επιφάνεια ατελείωτα περιστατικά βίας μεταξύ των ανηλίκων. Ειδικότερα στη μετά Covid εποχή, φαίνεται ότι η αύξηση του φαινομένου είναι ραγδαία και τα περιστατικά όλο και πιο σκληρά.
Πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, το οποίο εξαρτάται μεταξύ άλλων από την οικογένεια, το σχολείο, τις νέες μορφές επικοινωνίας και διοχέτευσης της πληροφορίας, όπως τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και από την κοινωνία συνολικά και το πώς αυτή το αντιμετωπίζει.
Διερευνώντας κανείς το κομμάτι του σχολείου, παρατηρεί ότι οι σωματικές συγκρούσεις μεταξύ των εφήβων εντός του σχολικού πλαισίου δε φαίνεται να έχουν αυξηθεί δραματικά. Συνήθως, οι έφηβοι συγκρούονται γύρω από το σχολείο και στα μέρη όπου μαζεύονται. Αυτό που φαίνεται να έχει αυξηθεί είναι η λεκτική βία και οι απειλές, οι οποίες ξεκινούν εντός του σχολείου και συνεχίζονται μέσω των κοινωνικών δικτύων.
Περαιτέρω, φαίνεται να έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια η στάση των μαθητών απέναντι στους εκπαιδευτικούς. Η ανυπακοή και η πρόκληση εκ μέρους των μαθητών δεν είναι πλέον η εξαίρεση του κανόνα. Φαίνεται να υπάρχει σοβαρή δυσκολία οριοθέτησης των μαθητών από τους καθηγητές, οι οποίοι συχνά, προσπαθώντας να αποφύγουν εντάσεις και συγκρούσεις με τους μαθητές τους, κάνουν συμφωνίες μαζί τους, για να υπάρχει μια κάποια τάξη μέσα στη σχολική αίθουσα ή σε άλλες περιπτώσεις κάνουν τα στραβά μάτια για πιο «μικρά» παραπτώματα. Δίνεται έτσι μια αίσθηση στους νέους πως τα όρια είναι διάτρητα και πως μπορούν να τα ξεπεράσουν.
Είναι κατανοητό πως οι καθηγητές δεν μπορούν να διαχειριστούν όλες τις δύσκολες περιπτώσεις, όταν πρέπει να ασχοληθούν με πολλά παιδιά ταυτόχρονα. Είναι σημαντικό, όμως, ο έφηβος να νιώσει ότι τον βλέπουν και τον συγκρατούν, ακόμα και όταν είναι παραβατικός.
Ένας παράγοντας που δυσχεραίνει την κατάσταση είναι πως ορισμένοι γονείς μειώνουν ή ακόμη και αρνούνται την ευθύνη του παιδιού τους, ακόμα και αν αυτό έχει φτάσει σε σημείο να χειροδικεί σε συμμαθητές ή καθηγητές του. Συχνά μάλιστα υπάρχουν περιπτώσεις που και οι ίδιοι οι γονείς επιτίθενται και κατηγορούν τους καθηγητές ή ακόμα κινούνται νομικά εναντίον τους. Αυτό, όπως είναι φυσικό, δημιουργεί ένα κλίμα φόβου, οδηγώντας τους καθηγητές να προτιμούν να κάνουν τα στραβά μάτια και να σταματούν να επενδύουν στη σχέση τους με τους μαθητές παρά να εμπλέκονται σε χρονοβόρες και αγχογόνες για τους ίδιους καταστάσεις.
Η συνεργασία λοιπόν των γονέων με το σχολικό πλαίσιο και η αποδοχή της παραβατικής συμπεριφοράς του παιδιού τους και των επακόλουθων σοβαρών συνεπειών είναι σημαντική. Σίγουρα, όχι με την άκριτη αποδοχή της πλευράς του σχολείου και πάντα ακούγοντας και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον έφηβο και εν συνεχεία αναζητώντας τρόπους να πάρει τη βοήθεια που χρειάζεται. Ταυτόχρονα, όμως, ενισχύοντας ένα λειτουργικό σύστημα συνεπειών, εντός του σχολείου, το οποίο θα βοηθούσε στην εύρυθμη λειτουργία της μαθησιακής διαδικασίας. Με αυτόν τον τρόπο εντάσσεται η πραγματικότητα στη φαντασιακή παντοδυναμία του εφήβου και τον βοηθά να αναλογιστεί ίσως το λάθος του και να προσπαθήσει να μην το επαναλάβει, προστατεύοντας έτσι και τον εαυτό του.
Ακόμη, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η προσπάθεια που γίνεται τα τελευταία χρόνια με τη στελέχωση των σχολείων από ειδικούς ψυχικής υγείας, οι οποίοι πρέπει να δρουν ως ένας φορέας που παρέχει στήριξη και πλαισίωση στους μαθητές, στους γονείς, αλλά και στους εκπαιδευτικούς. Να είναι επίσης ένας πόλος πρόληψης, με ενημερώσεις των μαθητών σχετικά με τις κακοποιητικές συμπεριφορές, ανοιχτές συζητήσεις μαζί τους, αλλά και ατομικές συναντήσεις. Επιπλέον, φαίνεται να έχει νόημα η ανάπτυξη και ενίσχυση δεξιοτήτων συνεργασίας μεταξύ των παιδιών. Το έδαφος για κακοποίηση γίνεται γόνιμο, όταν περιθωριοποιούνται παιδιά, που με οποιονδήποτε τρόπο ξεχωρίζουν. Η περιθωριοποίηση μπορεί να αφορά φυλή, φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό ή και μαθησιακή ικανότητα. Η ατομοκεντρική κατεύθυνση του σχολείου ίσως εντείνει την κατάσταση. Όταν δηλαδή ο κάθε μαθητής κοιτά τον εαυτό του και τις δικές του επιδόσεις, αναπόφευκτα υπάρχουν συγκρίσεις. Ίσως λοιπόν ξεκινώντας από το νηπιαγωγείο, αλλά κυρίως φτάνοντας ως και το γυμνάσιο και το λύκειο, όπου οι συγκρούσεις εντείνονται, να υπάρχει η δυνατότητα ομαδικών προγραμμάτων και εργασιών, όπου θα δημιουργούνται διαφορετικές υπο-ομάδες. Έτσι, θα υπάρχει ανάμειξη των μαθητών, που υπό άλλες συνθήκες δε θα είχαν σχέσεις, μειώνοντας ίσως κάπως την απόσταση μεταξύ τους. Εξάλλου, ο θύτης σε ένα πλαίσιο μπορεί να είναι θύμα σε ένα άλλο.
Το σημαντικότερο όλων είναι να υπάρχει ανοιχτή συζήτηση και συνεργασία μεταξύ των θεσμών που πλαισιώνουν τους εφήβους, αλλά και κατανόηση των ιδιαίτερων αναγκών τους.

Φίλιππος Μωυσίδης, Κλινικός ψυχολόγος
Τόπος Ψυχοθεραπείας

 

Η τέταρτη παρέμβαση ανοίκει στην Κατερίνα Παπανικολάου, κλινική ψυχολόγο-σωματική ψυχοθεραπεύτρια, συνεργάτη του Τόπου Ψυχοθεραπείας:

 

Ίσως το πιο σοκαριστικό στο –όχι καινούριο– φαινόμενο της εφηβικής βίας είναι η «κανονικοποίησή» της ανάμεσα στους εφήβους: οργανωμένα καλέσματα για συμμετοχή σε ξυλοδαρμούς συνομηλίκων, απαθής παρακολούθηση σκηνών βιαιοπραγίας, καταγραφή τους και ποστάρισμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν είναι πια ο μεμονωμένος έφηβος που προβαίνει σε μια παραπτωματική πράξη: είναι η ομάδα των συνομηλίκων –παιδιών της διπλανής πόρτας– που την παρακολουθεί σαν να είναι επιτρεπτή.
Δε θα μπορούσαμε να μη συνδέσουμε αυτή τη θεώρηση του «επιτρεπτού» με μια επιτρεπτικότητα των ενηλίκων απέναντι στα παιδιά: Γονείς υπερπροστατευτικοί που δυσκολεύονται να βάλουν όρια για να μην «τραυματίσουν». Σχολεία που χωλαίνουν στην εφαρμογή των κανόνων και των κανονισμών, από φόβο μη δεχτούν επίθεση από τον υπερπροστατευτικό γονέα. Παιδιά και έφηβοι μεγαλώνουν δίχως όρια, μπερδεμένα γύρω από το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, συχνά με μια αίσθηση ότι όλα είναι επιτρεπτά.
Μέσα σε μια κοινωνία ναρκισσιστικής προβληματικής, που χαρακτηρίζεται από ένα διάχυτο μοτίβο μεγαλείου και μια ανάγκη για θαυμασμό, γονεϊκές συμπεριφορές αντιμετώπισης του παιδιού σαν να είναι κάτι ξεχωριστό και ιδιαίτερο, ως μια προσπάθεια να αισθανθούν και οι ίδιοι οι γεννήτορες ανώτεροι, συμβάλλουν στην ανάπτυξη ενός κακού ναρκισσισμού στο παιδί και στην έλλειψη ενσυναίσθησης απέναντι στον άλλον.
Σε αυτήν τη ναρκισσιστική κοινωνία, που η κακή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί έναν σημαντικό πυλώνα του ναρκισσισμού της, η κατάχρησή τους, όπως συμβαίνει από την πλειοψηφία των εφήβων μας, τους μετατρέπει σε παθητικούς θεατές ακόμη και σε καταστάσεις in vivo. Είναι να αναρωτιέται κανείς αν, σε αυτά τα περιστατικά βίαιου ξυλοδαρμού που αναφέρονται τον τελευταίο καιρό και στα οποία έφηβοι παρίστανται απαθείς να τα παρακολουθούν, θα υπήρχε κάποια αυθόρμητη αντίδραση από τη μεριά τους στην περίπτωση που έβλεπαν κάποιον να παίρνει το κινητό τους και να το σπάει.
Φέρνοντας στον νου μας τα λόγια του Λακάν για τη σημασία της πατρικής λειτουργίας ως αυτή της προστασίας και της απαγόρευσης, μπορούμε να σκεφτούμε ότι ως κοινωνία μάλλον αποτυγχάνουμε και στις δύο, αφού παραμερίζοντας την απαγόρευση, καταργούμε αυτόματα και την προστασία, αφήνοντας απροστάτευτα τα ίδια μας τα παιδιά.

Κατερίνα Παπανικολάου, Κλινική ψυχολόγος – Σωματική ψυχοθεραπεύτρια
Τόπος Ψυχοθεραπείας