Από τότε που γέννησα την πρώτη μου κόρη, έντεκα χρόνια πριν, ζητούσα συχνά τις συμβουλές του πατέρα μου. Συνήθως, όπως οι περισσότεροι γονείς, περίμενα τη μαγική λύση στο πρόβλημα που αντιμετώπιζα με τα παιδιά μου.
«Μπαμπά, δεν κοιμάται..»
«Μπαμπά, ζηλεύει πολύ τη μικρή της αδελφή και έχει κρίσεις θυμού»
«Μπαμπά, ζωγραφίζει όλο με μαύρο χρώμα στο νηπιαγωγείο»
«Μπαμπά, δεν εκφράζει τα συναισθήματά της»
Το παράπονό μου ήταν ότι ο μπαμπάς μου… ποτέ δεν μου απαντούσε.
Η πρώτη του απάντηση ήταν η σιωπή του.
«Μπαμπά, πες μου τι να κάνω, τι να της πω;»
Μετά από λίγα λεπτά, κι αφού με κοιτούσε με αυτό το χαρούμενο και γεμάτο ασφάλεια βλέμμα του, μου ζητούσε να μιλήσω περισσότερο. Για το τι μου συνέβαινε εμένα όταν έβλεπα τη δύο χρονών κόρη μου να πέφτει στα πατώματα και να ουρλιάζει. Τι αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή, τι χρειαζόμουν εγώ για να μπορέσω να αποδεχθώ τη συμπεριφορά της και να δω πίσω από αυτή. «Φοβάσαι», μου έλεγε… «Τη φοβάσαι. Φοβάσαι την αντίδρασή της κι αυτή το καταλαβαίνει.»
«Μπαμπά, δεν κατάλαβες, θέλω συμβουλή.. Τι να κάνω; Να πάω το παιδί μου σε παιδοψυχολόγο;»
έλεγα ψάχνοντας την άμεση λύση. Το μαγικό ραβδάκι που θα «φτιάξει» το παιδί μου και θα το κάνει ήσυχο και υπάκουο. Ο πατέρας μου δεν υπήρχε περίπτωση να μου πει ΤΙ να κάνω. Γιατί και να μου το έλεγε, δε σημαίνει πως θα μπορούσα να το κάνω.
Το είχα παράπονο αυτό. Δεν μου έδωσε ποτέ μια συμβουλή για τα τρία παιδιά μου. Τώρα καταλαβαίνω πόσο δίκιο είχε. Πως όλα τα θέματα που βιώνουμε καθημερινά με τα παιδιά μας, μικρά ή μεγάλα, έχουν να κάνουν με εμάς τους ίδιους. Με τα βιώματα μας, τον τρόπο που μας φέρθηκαν οι φροντιστές μας στην βρεφική και παιδική μας ηλικία, τις προβολές του εαυτού μας πάνω στα παιδιά μας, τις φοβίες και τα άγχη μας και τις ανάγκες και τα συναισθήματά μας.
Το ταξίδι της γονεϊκότητας είναι πολυδιάστατο. Μας φέρνει συνεχώς υποσυνείδητα αντιμέτωπους με το παιδί μέσα μας ενώ παράλληλα είμαστε οι ενήλικοι πρωταγωνιστές στην παιδική ηλικία κάποιων άλλων. Κι αν δεν αγκαλιάσουμε αυτό το παιδί, αν δεν καταλάβουμε τι συνέβη στο δικό μας ταξίδι προς την ενηλικίωση, τότε μπορεί να είμαστε καθημερινά σε μια κατάσταση επιβίωσης, άγχους και αναζήτησης άμεσης λύσης.
Τέλος, αφού μου έδινε χρόνο να μιλήσω κι άλλο, να βρω τον εαυτό μου μέσα από τα «προβλήματα» των παιδιών μου, μου έλεγε: «Φάση είναι, δώσε της λίγο χρόνο να προσαρμοστεί. Είσαι κοντά στα παιδιά σου, είσαι συνειδητά παρούσα, τα πας πολύ καλά». Και μετά από λίγο καιρό, όταν η μεγάλη μου κόρη ζωγράφιζε χαρούμενες εικόνες ή η μικρή μου κόρη κοιμόταν πιο εύκολα το βράδυ, μου έλεγε: «Είδες; Είδες που ανησυχούσες;» και μ’ έπαιρνε μια αγκαλιά που μπορούσε να διώξει και τον πιο τρελό μου φόβο σχετικά με τα παιδιά μου.
Μαρία Γκοτζαμάνη