Η ψυχοσωματική διαταραχή εμφανίζεται ως σωματικά συμπτώματα, όπως επίμονος πόνος, γαστρεντερικές ενοχλήσεις, δερματικά εξανθήματα, καρδιαναπνευστικά συμπτώματα που επηρεάζονται από το στρες, δηλαδή από ψυχοπιεστικές καταστάσεις ζωής και ψυχολογικούς παράγοντες. Η ψυχοφυσιολογική αντίδραση στο στρες έχει επίδραση στο αυτόνομο νευρικό σύστημα, το ενδοκρινικό ή το ανοσοποιητικό. Το υπερβολικό και χρόνιο στρες μπορεί τελικά να προκαλέσει την εμφάνιση ή την επιδείνωση μιας ψυχοσωματικής ασθένειας.
Ο μαθητής και συνεργάτης του Φρόντ, Βίλχελμ Ράιχ, πρόγονος της σύγχρονης σωματικής – ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, παρατηρεί ότι όταν κατά την ψυχανάλυση χαλαρώνουν τα χρόνια χαρακτηρολογικά στοιχεία του ασθενούς υπάρχουν αλλαγές στις αντιδράσεις του αυτόνομου νευρικού συστήματος καθώς επίσης και μυϊκή χαλάρωση. Παρατηρεί επίσης ότι η χαλάρωση μίας μυϊκής σύσπασης αναπαράγει στη μνήμη του ασθενούς την τραυματική κατάσταση κατά την οποία έλαβε χώρα η καταπίεση της ενόρμησης. Τη δεκαετία του 1930 αναπτύσσει την Χαρακτηροαναλυτική Νευροφυτοθεραπεία, καταδεικνύοντας ότι η αναλυτική εργασία στο ψυχικό και το σωματικό είναι κάτι ενιαίο.
Αργότερα, τη δεκαετία του 1950 ο F.Alexander, ψυχαναλυτής και ένας από τους πρωτεργάτες της ψυχοσωματικής, θα ασχοληθεί με ασθένειες που η αιτιολογία τους δεν ήταν διαπιστωμένη και από τότε άρχισαν να αναφέρονται ως «κλασσικές» ψυχοσωματικές ασθένειες –πεπτικό έλκος, βρογχικό άσθμα, υπέρταση, θηροτοξίνωση, ελκώδης κολίτιδα, ρευματοειδής αρθρίτιδα, νευροδερματίτιδα. Θεωρεί τις ασθένειες αυτές ως νευροφυτικές αντιδράσεις σε ενδοψυχικές συγκρούσεις και χρόνιες συναισθηματικές καταστάσεις. Θεωρεί ότι η ειδική συνάρτηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών προσωπικότητας, μιας ιδιαίτερης οργανικής προδιάθεσης και μιας αθροιστικής επίδρασης ειδικών εξωγενών στρεσογόνων παραγόντων, οδηγεί στην ανάπτυξη ή και στην επίταση των συμπτωμάτων της ασθένειας.
Από τότε πολλοί ψυχαναλυτές μελέτησαν τα χαρακτηριστικά των ψυχοσωματικών ασθενών, καταλήγοντας σε παρόμοια συμπεράσματα: έλλειψη φαντασίας, δυσκολία στη λεκτική και συμβολική έκφραση των συναισθημάτων τους, τάση να περιγράφουν συμπτώματα και περίεργες σωματικές αισθήσεις, φτωχές ονειροπολήσεις και ονειρική ζωή.
Είναι αλήθεια ότι το άτομο που σωματοποιεί συνήθως έρχεται στην ψυχοθεραπεία ύστερα από μία ιατρική προτροπή, «είναι από στρες», χωρίς να έχει το ίδιο κάποια επίγνωση των συναισθηματικών δυσκολιών του. Στην ψυχοθεραπεία ερχόμαστε αντιμέτωποι συχνά με τη δυσκολία του να κατανοήσει τις συναισθηματικές καταστάσεις που κρύβονται πίσω από τα σωματικά του συμπτώματα. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας περιγράφει συνεχώς και λεπτομερειακά τις σωματικές του αισθήσεις και η προσπάθεια μας να κάνουμε τη σύνδεση με την ψυχική του ζωή συχνά ματαιώνεται, αφού το άτομο επανέρχεται συνέχεια σε αυτές, σαν να κυνηγάει την ουρά του.
Πώς όμως μπορούμε να μην δούμε τη συσχέτιση του ψυχικού με το σωματικό σε ένα άτομο για παράδειγμα που προσέρχεται για ψυχοθεραπεία με σύμπτωμα δυσκολία κατάποσης ή ναυτίες ή εμετούς, χωρίς εμφανή οργανική αιτιολογία, και ύστερα από παρότρυνση αναφέρει έντονα στρεσογόνα γεγονότα ζωής που δεν μπορεί να τα καταπιεί, να τα χωνέψει, να τα μεταβολίσει; Ή πώς μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε όταν δουλεύουμε με άτομα που έχουν αναπτύξει κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, όπως φαίνεται από το ψυχοκοινωνικό ιστορικό τους, ότι η εκδήλωση της νόσου συχνά συνέβη ύστερα από μια περίοδο κατά την οποία αναγκάστηκαν να αφήσουν τον εαυτό τους απροστάτευτο απέναντι σε έντονα και συχνά έξαφνα ψυχοπιεστικά γεγονότα ζωής; Πώς μπορούμε να μην σκεφτούμε ότι η έλλειψη αυτή ψυχικής προστασίας εκδηλώνεται πλέον σε ένα άλλο επίπεδο στον οργανισμό, στο ανοσοποιητικό σύστημα;
Στα πλαίσια της Σωματικής Ψυχοθεραπείας προσπαθούμε λοιπόν να πετύχουμε αυτή την σύνδεση, σωματικού και ψυχικού, και την ανάπτυξη της ικανότητας ψυχικής επεξεργασίας των ενορμήσεων αφού «οι ενορμήσεις στερούμενες τη δυνατότητα να μεταβολισθούν σε μια ψυχική έκφραση δανείζονται την υπόγεια οδό των οργάνων».
Ως σωματικοί ψυχοθεραπευτές μπορούμε, χρησιμοποιώντας ένα ευρύ φάσμα τεχνικών, να διευκολύνουμε τη σύνδεση των σωματικών αισθήσεων με τα συναισθήματα και μέσα από τους συνειρμούς που αναδύονται να ανοίξουμε ένα δρόμο κατανόησης του λόγου ύπαρξης τους, ένα δρόμο επεξεργασίας των δυσκολιών του παρόντος και του παρελθόντος, που κρύβονται πίσω από το σύμπτωμα.
Όταν μπορέσουμε να ανακαλύψουμε το ευφυές νόημα του συμπτώματος, αυτό πια δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Κατερίνα Παπανικολάου
Κλινική Ψυχολόγος (M.Sc)- Σωματική Ψυχοθεραπεύτρια